Ο Λάζαρος ήταν ένας καλός φίλος του Ιησού και καταγόταν από τη Βηθανία, μία πόλη κοντά στην Ιερουσαλήμ. Όταν ο Ιησούς βρισκόταν στη Γαλιλαία ο Λάζαρος αρρώστησε βαριά κι οι δύο αδερφές του, Μαρία και Μάρθα, έσπευσαν να ειδοποιήσουν τον Ιησού.
Όταν λοιπόν εκείνος έφτασε στη Βηθανία, τον υποδέχθηκαν οι δύο κοπέλες με κλάματα και τον ενημέρωσαν ότι ο αδερφός τους ήταν νεκρός κι είχε ήδη ταφεί εκεί κοντά. Τότε ο Ιησούς επισκέφτηκε τον τάφο και ζήτησε να μετακινήσουν τη μεγάλη πέτρα που σφράγιζε την είσοδο του.
Τότε κοίταξε προς τον ουρανό και με δυνατή φωνή είπε: Λάζαρε βγες έξω!
Μετά από μερικά δευτερόλεπτα το θαύμα έγινε. Ο Λάζαρος, τυλιγμένος με τα σάβανα του ξεπρόβαλε από την ανοιχτή είσοδο του τάφου. Το πλήθος έμεινε έκπληκτο από την ανάσταση του και ζητωκραύγαζε!
Ο Λάζαρος έζησε αρκετά χρόνια μετά από αυτό και λέγεται ότι γέλασε μόνο μία φορά μετά όταν είδε έναν άνθρωπο να κλέβει μία γλάστρα. Λέγεται ότι είπε πως το ένα χώμα κλέβει το άλλο, θέλοντας με αυτά τα λόγια να τονίσει πόσο ανούσιο είναι να κλέβει κανείς από τη στιγμή που δεν είμαστε αθάνατοι κι όλοι θα καταλήξουμε εκεί.
Την ανάσταση του Λαζάρου δεν είδαν με καλό μάτι οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι όταν το πληροφορήθηκαν κι ουσιαστικά από τότε ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για το θάνατο του Ιησού, τον οποίο έβλεπαν ως απειλή.
Για τα μικρά παιδιά, το διαδίκτυο περιέχει βίντεο με παιδική εικονογράφηση για την ιστορία κι ενδεικτικά μπορούμε να παρακολουθήσουμε το εξής (κάνε κλικ πάνω στο βίντεο):
Έθιμα για το Σάββατο του Λαζάρου
Τα περασμένα χρόνια ο λαός μας είχε διάφορα έθιμα για τη μέρα αυτή τα οποία δυστυχώς τη νεώτερη εποχή έχουν ξεχαστεί.
Ένα από αυτά ήταν τα κάλαντα του Λαζάρου, που τα τραγουδούσαν μόνο κορίτσια από όλες τις ηλικίες που τις έλεγαν "Λαζαρίνες".
Την προηγούμενη μέρα γυρνούσαν στα χωράφια και μάζευαν λουλούδια ντυμένες με παραδοσιακές τοπικές στολές για να στολίσουν με αυτά τα καλαθάκια τους κι έπειτα έλεγαν τα κάλαντα του Λαζάρου από σπιτικό σε σπιτικό και μάζευαν χρήματα, αβγά κι άλλα φαγώσιμα.
Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας επίσης τα παιδιά έφτιαχναν ένα ομοίωμα του Λαζάρου και την παραμονή γύρισαν στα σπίτια για να τραγουδήσουν τα λαζαρικά, να ενημερώσουν για την ανάσταση αυτή και να πουν διάφορα παινέματα στους νοικοκύρηδες.
Στην Ήπειρο, όπου υπήρχαν περιοχές με κτηνοτρόφους, χτυπούσαν μεγάλα κουδούνια.
Το ομοίωμα ήταν ένας ξύλινος κόπανος για τα ρούχα τυλιγμένος με διάφορα πανιά χρωματιστά. Σε κάποια άλλα μέρη στόλιζαν με παρδαλά πανιά μία ρόκα, ,μία κούκλα, ένα σταυρό από καλάμια και τα διακοσμούσαν με λουλούδια και κορδέλες.
Στη Σκύρο έπαιρναν τη σιδεροχουλιάρα, μία τρυπητή κουτάλα και στις τρύπες έβαζαν άσπρες μαργαρίτες, ένα κόκκινο γαρίφαλο για στόμα, για να φτιάξουν έτσι το πρόσωπο κι έδεναν σταυρωτά στην κουτάλα ένα ξύλο για χέρια, και του φορούσαν με ένα μωρουδιακό ρούχο ή ένα πουκάμισο. Όταν ήθελαν δε να πουν κάποιον τσιγκούνη έλεγαν χαρακτηριστικά: Ποτέ του αβγό δεν έδωσε, ούτε τ' Αγίου Λαζάρου.
Στα Τρίκαλα οι μαμάδες από τις Λαζαρίνες έβαφαν τα αβγά κόκκινα κι όταν ήθελαν να περιποιηθούν ένα καλεσμένο του προσέφεραν από αυτά.
Στην Κρήτη ο Λάζαρος ήταν έναν ξύλινος σταυρός στολισμένος με λεμονανθούς κι αγριολούλουδα με κόκκινους ανθούς, τις μαχαιρίτσες.
Στην Κύπρο έντυναν ένα παιδί με κίτρινα λουλούδια για να μη φαίνεται το πρόσωπο του κι όταν πήγαιναν στα σπίτια ξάπλωνε κι έκανε το νεκρό. Τότε τα υπόλοιπα παιδιά του φώναζαν " Λάζαρε δεύρο έξω" κι αυτό σηκώνονταν.
Στην Κω επίσης το παιδί που αναπαριστούσε το Λάζαρο ήταν ντυμένο με κίτρινα λουλούδια κι ένα σεντόνι και τα αβγά που μάζευαν τα παιδιά τα έδιναν στο δάσκαλο. Τα πιο μεγάλα παιδιά, οι πρωτόσχολοι, έπαιρναν μία εικόνα του Λαζάρου, την έβαζαν πάνω σε μία κατασκευή με δενδρολίβανο και γύριζαν στις στάνες όπου οι βοσκοί τους κερνούσαν μυζήθρα, αβγά και τυριά.
Την προηγούμενη μέρα γυρνούσαν στα χωράφια και μάζευαν λουλούδια ντυμένες με παραδοσιακές τοπικές στολές για να στολίσουν με αυτά τα καλαθάκια τους κι έπειτα έλεγαν τα κάλαντα του Λαζάρου από σπιτικό σε σπιτικό και μάζευαν χρήματα, αβγά κι άλλα φαγώσιμα.
Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας επίσης τα παιδιά έφτιαχναν ένα ομοίωμα του Λαζάρου και την παραμονή γύρισαν στα σπίτια για να τραγουδήσουν τα λαζαρικά, να ενημερώσουν για την ανάσταση αυτή και να πουν διάφορα παινέματα στους νοικοκύρηδες.
Στην Ήπειρο, όπου υπήρχαν περιοχές με κτηνοτρόφους, χτυπούσαν μεγάλα κουδούνια.
Το ομοίωμα ήταν ένας ξύλινος κόπανος για τα ρούχα τυλιγμένος με διάφορα πανιά χρωματιστά. Σε κάποια άλλα μέρη στόλιζαν με παρδαλά πανιά μία ρόκα, ,μία κούκλα, ένα σταυρό από καλάμια και τα διακοσμούσαν με λουλούδια και κορδέλες.
Στη Σκύρο έπαιρναν τη σιδεροχουλιάρα, μία τρυπητή κουτάλα και στις τρύπες έβαζαν άσπρες μαργαρίτες, ένα κόκκινο γαρίφαλο για στόμα, για να φτιάξουν έτσι το πρόσωπο κι έδεναν σταυρωτά στην κουτάλα ένα ξύλο για χέρια, και του φορούσαν με ένα μωρουδιακό ρούχο ή ένα πουκάμισο. Όταν ήθελαν δε να πουν κάποιον τσιγκούνη έλεγαν χαρακτηριστικά: Ποτέ του αβγό δεν έδωσε, ούτε τ' Αγίου Λαζάρου.
Στα Τρίκαλα οι μαμάδες από τις Λαζαρίνες έβαφαν τα αβγά κόκκινα κι όταν ήθελαν να περιποιηθούν ένα καλεσμένο του προσέφεραν από αυτά.
Στην Κρήτη ο Λάζαρος ήταν έναν ξύλινος σταυρός στολισμένος με λεμονανθούς κι αγριολούλουδα με κόκκινους ανθούς, τις μαχαιρίτσες.
Στην Κύπρο έντυναν ένα παιδί με κίτρινα λουλούδια για να μη φαίνεται το πρόσωπο του κι όταν πήγαιναν στα σπίτια ξάπλωνε κι έκανε το νεκρό. Τότε τα υπόλοιπα παιδιά του φώναζαν " Λάζαρε δεύρο έξω" κι αυτό σηκώνονταν.
Στην Κω επίσης το παιδί που αναπαριστούσε το Λάζαρο ήταν ντυμένο με κίτρινα λουλούδια κι ένα σεντόνι και τα αβγά που μάζευαν τα παιδιά τα έδιναν στο δάσκαλο. Τα πιο μεγάλα παιδιά, οι πρωτόσχολοι, έπαιρναν μία εικόνα του Λαζάρου, την έβαζαν πάνω σε μία κατασκευή με δενδρολίβανο και γύριζαν στις στάνες όπου οι βοσκοί τους κερνούσαν μυζήθρα, αβγά και τυριά.
Σήμερον έρχεται ο Χριστός
ο επουράνιος θεός.
Εν τη πόλει Βηθανία
Μάρθα κλάει και Μαρία.
Λάζαρο τον αδελφό της
τον γλυκύ και καρδιακόν της.
Τον μοιρολογούν και λένε
τον μοιρολογούν και κλαίνε.
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
και τον εμοιρολογούσαν
Και τη μέρα την Τετάρτη
κίνησε ο Χριστός για να ‘ρθει.
Τότε εβγήκε η Μαρία
έξω από τη Βηθανία
και εμπρός του γονατίζει
και τα πόδια του φιλεί.
-Αν εδώ ήσουν, Χριστέ μου
δεν θα πέθαιν’ ο αδελφός μου.
Μα και πάλιν εγώ πιστεύω
και καλότατα ηξεύρω
ότι δύνασαι αν θελήσεις
και νεκρούς να αναστήσεις.
Τότε ο Χριστός δακρύζει
και τον Άδη φοβερίζει.!
Δεύρο έξω Λάζαρέ μου
φίλε και αγαπητέ μου.
Παρευθύς επελυτρώθη
ανεστήθη κι εσηκώθη
Τότε τον Θεόν δοξάζουν
και τον Λάζαρο εξετάζουν.
Πες μας, Λάζαρε, τι είδες
εις τον Άδην απού πήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους,
Δώστε μου νερό λιγάκι
να ξεπλύνω το φαρμάκι
της καρδιάς και των χειλέων
και μην μ’ ερωτάτε πλέον.
Του χρόνου πάλι να ‘ρθουμε,
με υγεία να σας βρούμε,
και ο νοικοκύρης του σπιτιού
χρόνια πολλά να ζήσει,
να ζήσει χρόνια εκατό
και να τα ξεπεράσει.
Για την ψυχή του Λάζαρου οι γυναίκες ζύμωναν ανήμερα το πρωί ειδικά κουλούρια, τους «λαζάρηδες», τα «λαζαρούδια» ή και «λαζαράκια». «Λάζαρο αν δεν πλάσεις, ψωμί δεν θα χορτάσεις» έλεγαν, μια και ο αναστημένος φίλος του Χριστού πίστευαν πως είχε παραγγείλει: «Όποιος ζυμώσει και δε με πλάσει, το φαρμάκι μου να πάρει…».
Κατασκευή
Ένωσε τα κομμάτια του παζλ για να εμφανιστούν τα λαζαράκια:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιο σας εδώ